- μοναμπυκία
- μον-αμπῠκία, ἡ,A = μονάμπυξ, abstract for concrete, Pi. O.5.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναμπυκία — μοναμπυκία, ἡ (Α) [μονάμπυξ] μονάμπυξ* … Dictionary of Greek
μοναμπυκίᾳ — μοναμπυκίαι , μοναμπυκία fem nom/voc pl μοναμπυκίᾱͅ , μοναμπυκία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναμπυκίας — μοναμπυκίᾱς , μοναμπυκία fem acc pl μοναμπυκίᾱς , μοναμπυκία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)